ἰδιομόρφων

ἰδιομόρφων
ἰδιόμορφος
of peculiar form
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αζιλαίος ή αζίλιος — Προϊστορικός πολιτισμός της ενδιάμεσης περιόδου (μεσολιθικής εποχής), μεταξύ παλαιολιθικής και νεολιθικής εποχής, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την παρουσία ιδιόμορφων επίπεδων εργαλείων από κέρατο ελαφιού και ζωγραφισμένων χαρακτηριστικά με ώχρα… …   Dictionary of Greek

  • Μέιλερ, Νόρμαν — (Norman Mailer, Λονγκ Μπραντς, Νιου Τζέρσεϊ 1923 –). Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιολόγος. Σπούδασε μηχανικός στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και στον B’ Παγκόσμιο πόλεμο υπηρέτησε ως πεζικάριος στην περιοχή του Ειρηνικού. Το πρώτο του βιβλίο, οι… …   Dictionary of Greek

  • μεσοαστρική ύλη — (Αστρον.). Ύλη που βρίσκεται στο μεσοαστρικό διάστημα και που συγκεντρώνεται σε σύννεφα ακανόνιστου σχήματος και κατανομής. Αποτελείται από αέριο ή σκόνη και είναι πολύ αραιότερη από την ύλη των νεφελωμάτων. Η μεσοαστρική σκόνη αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”